εκατοστίζω

εκατοστίζω
μετ. доводить до ста;

§ να τα εκατοστίσεις! — многих тебе лет жизни!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκατοστίζω" в других словарях:

  • εκατοστίζω — (εκατοστίζω) βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εκατοστίζω : χρησιμοποιείται ο αόριστος σε ευχές όπως: να τα εκατοστίσεις → να ζήσεις εκατό χρόνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκατοστίζω — και κατοστίζω 1. αυξάνω ή αποκτώ ποσότητα μονάδων μέχρι τον αριθμό εκατό 2. φθάνω μέχρι το εκατοστό έτος τής ηλικίας 3. φρ. «να τά κατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου)» να γίνεις εκατό χρονών, να κατοχρονίσεις …   Dictionary of Greek

  • εκατοστίζω — ισα, μτβ. 1. αυξάνω μια ποσότητα μονάδων ως τον αριθμό εκατό: Ο παππούς κοντεύει να τα εκατοστίσει τ αγγόνια του. 2. φτάνω ως και το εκατοστό έτος της ηλικίας μου: Να τα εκατοστίσεις (ενν. τα χρόνια σου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»